-
1 κατά-θιξις
κατά-θιξις, ἡ, das Berühren, bei Plut. Symp. 6, 2, 2 f. L. für κατὰ ϑίξιν.
-
2 θίξις
A touching, Hp.Mul.1.40, Arist.GA 751a19, Ph. 202a7, Gal.15.45, S.E.P.3.56,al.; ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης κατὰ θίξιν as far as the Red Sea, which it touches, Vett.Val.12.20, cf. 13.19; ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός a scalp operation in which the edges of the wound were made to touch, Arch.Pap.4.270 (iii A.D.), cf. Archig. ap. Gal.12.577 (where θῆξιν).II metaph., apprehension of the mind, Plot.5.3.10: pl., Procl.in Prm.p.628S. -
3 καταθιξις
-
4 θῆξις
A = ῥοπή, στιγμή, τάχος, Hsch.; θήξει, = Lat. momento, Gloss.; but κατὰ θῆξιν is f.l. for κατὰ θίξιν in Archig. ap. Gal.12.577. -
5 περισκυθίζω
II as a surgical operation, Gal.18(1).790 ([voice] Pass.): —hence [suff] περισκῠθ-ισμός, ὁ, Id.14.784 ; ὁ κατὰ θίξιν π. PMed. in Arch.Pap.4.270 (iii A. D.) ; cf. περισκυφίζω.III sens. obsc., AP12.95.6 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισκυθίζω
-
6 θιξις
См. также в других словарях:
θίξις — θίξις, ἡ (Α) [θιγγάνω] 1. πλησίασμα, άγγιγμα, προσέγγιση, ψηλάφηση («ἄχρι τῆς Ἐρυθρᾱς θαλάσσης κατὰ θίξιν» μέχρι την Ερυθρά θάλασσα, την οποία πλησιάζουμε, Βέττ. Βαλ.) 2. μτφ. (για τον νου) αντίληψη 3. φρ. «ὁ κατὰ θίξιν περισκυθισμός» εγχείρηση… … Dictionary of Greek